σβώ
Смотреть что такое "σβώ" в других словарях:
σβῶ — σβέννυμι quench aor subj act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
φλοίσβω — φλοί̱σβω , φλοῖσβος any confused roaring noise masc nom/voc/acc dual φλοί̱σβω , φλοῖσβος any confused roaring noise masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκώ — ( άω) (για ζώο) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ησα των περισπώμενων (συνηρημένων) ρημάτων (πρβλ. σβέννυμι έσβησα σβω)] … Dictionary of Greek
φλοίσβῳ — φλοί̱σβῳ , φλοῖσβος any confused roaring noise masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)